ἄωτον — the choicest masc acc sg ἄωτον the choicest neut nom/voc/acc sg ἄωτος the choicest masc/fem acc sg ἄωτος the choicest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀώτοις — ἄωτον the choicest masc dat pl ἄωτον the choicest neut dat pl ἄωτος the choicest masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀώτου — ἄωτον the choicest masc gen sg ἄωτον the choicest neut gen sg ἄωτος the choicest masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀώτῳ — ἄωτον the choicest masc dat sg ἄωτον the choicest neut dat sg ἄωτος the choicest masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄωτα — ἄωτον the choicest neut nom/voc/acc pl ἄωτος the choicest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄωτοι — ἄωτον the choicest masc nom/voc pl ἄωτος the choicest masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄωτος — ἄωτον the choicest masc nom sg ἄωτος the choicest masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρο(ν) — το (το ουδ. του επιθ. άκρος που χρησιμοποιείται ως ουσ.) 1. το τελευταίο σημείο, η άκρη: Από το ανατολικό άκρο της πόλης περνά η εθνική οδός. 2. το ανώτατο όριο, το κορύφωμα: Εκείνη τη στιγμή ήταν «εις άκρον» λυπημένος. 3. υπερβολή, ακρότητα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀώτωι — ἀώτῳ , ἄωτον the choicest masc dat sg ἀώτῳ , ἄωτον the choicest neut dat sg ἀώτῳ , ἄωτος the choicest masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek